Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
satisfactorily
01
ικανοποιητικά, με ικανοποιητικό τρόπο
in a way that fulfills expectations and requirements
Παραδείγματα
Despite facing unexpected challenges, she managed to complete the project satisfactorily and meet the deadline.
Παρά τις απροσδόκητες προκλήσεις, κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο ικανοποιητικά και να τηρήσει την προθεσμία.
The repair work on the car was done satisfactorily, and the vehicle now runs smoothly.
Οι επισκευαστικές εργασίες στο αυτοκίνητο έγιναν ικανοποιητικά, και το όχημα τώρα λειτουργεί ομαλά.
Οικογένεια λέξεων
satisfy
Verb
satisfactory
Adjective
satisfactorily
Adverb
unsatisfactorily
Adverb
unsatisfactorily
Adverb



























