Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
satisfyingly
01
ικανοποιητικά, με ικανοποίηση
in a way that gives a feeling of fulfillment or pleasure
Παραδείγματα
She smiled satisfyingly after finishing her work.
Χαμογέλασε ικανοποιητικά αφού τελείωσε τη δουλειά της.
The puzzle was satisfyingly challenging.
Το παζλ ήταν ικανοποιητικά προκλητικό.
Λεξικό Δέντρο
satisfyingly
satisfying
satisfy



























