Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
satisfactory
01
ικανοποιητικός, αποδεκτός
good enough to meet the minimum standard or requirement
Παραδείγματα
The quality of work met the company 's satisfactory standards.
Η ποιότητα της εργασίας πληρούσε τα ικανοποιητικά πρότυπα της εταιρείας.
After reviewing the report, the manager found the progress to be satisfactory.
Μετά την εξέταση της έκθεσης, ο διευθυντής βρήκε την πρόοδο ικανοποιητική.
Λεξικό Δέντρο
dissatisfactory
satisfactorily
satisfactoriness
satisfactory
satisfy



























