Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Satisfaction
01
ικανοποίηση, ευχαρίστηση
a feeling of pleasure that one experiences after doing or achieving what one really desired
Παραδείγματα
Gazing at the finished garden, she felt a deep satisfaction knowing all her hard work had paid off.
Κοιτάζοντας τον ολοκληρωμένο κήπο, ένιωσε μια βαθιά ικανοποίηση γνωρίζοντας ότι όλη η σκληρή της δουλειά είχε αποδώσει.
There 's a certain satisfaction in helping others and seeing them succeed.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη ικανοποίηση στο να βοηθάς τους άλλους και να τους βλέπεις να πετυχαίνουν.
02
ικανοποίηση
state of being gratified or satisfied
03
αποζημίωση, επιδιόρθωση
compensation for a wrong
04
ικανοποίηση
act of fulfilling a desire or need or appetite
05
ικανοποίηση, εκπλήρωση υποχρέωσης
(law) the payment of a debt or fulfillment of an obligation
Λεξικό Δέντρο
dissatisfaction
satisfaction
satisfy



























