Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
minimized
01
ελαχιστοποιημένος, μειωμένος στη μικρότερη δυνατή ποσότητα
decreased to the smallest amount or quantity possible
Παραδείγματα
The minimized risk made the investment more appealing to cautious investors.
Ο ελαχιστοποιημένος κίνδυνος έκανε την επένδυση πιο ελκυστική για προσεκτικούς επενδυτές.
The project manager was praised for the minimized costs achieved through efficient resource management.
Ο διαχειριστής του έργου επαινέθηκε για τα ελαχιστοποιημένα κόστη που επιτεύχθηκαν μέσω αποτελεσματικής διαχείρισης πόρων.
Λεξικό Δέντρο
minimized
minimize
mini



























