Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jutting
01
προεξέχων, εμφανής
extending out or projecting in a way that is noticeable
Παραδείγματα
The jutting cliffs provided a dramatic view of the ocean below.
Οι προεξέχουσες βραχώδεις ακτές προσέφεραν μια δραματική θέα του ωκεανού από κάτω.
He had a strong, jutting chin that gave him a distinctive appearance.
Είχε ένα δυνατό, προεξέχον πηγούνι που του έδινε μια διακριτική εμφάνιση.
Jutting
01
προεξοχή, εξοχή
the act of projecting out from something
Λεξικό Δέντρο
jutting
jut



























