Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
protruding
01
προεξέχων, εξογκωμένος
sticking out or extending beyond a surface, boundary, or line
Παραδείγματα
The protruding roots of the tree created a tripping hazard on the path.
Οι προεξέχουσες ρίζες του δέντρου δημιούργησαν κίνδυνο πτώσης στο μονοπάτι.
The engineer noticed a protruding wire that could potentially cause a short circuit.
Ο μηχανικός παρατήρησε ένα προεξέχον καλώδιο που θα μπορούσε δυνητικά να προκαλέσει βραχυκύκλωμα.
Λεξικό Δέντρο
protruding
protrude



























