Protruding
volume
British pronunciation/pɹətɹˈuːdɪŋ/
American pronunciation/pɹoʊˈtɹudɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "protruding"

protruding
01

extending out above or beyond a surface or boundary

word family

protrude

protrude

Verb

protruding

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store