Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
protuberant
01
προεξέχων, διόγκωμα
extending outward, usually in a curved shape
Παραδείγματα
His protuberant eyes made him look constantly surprised.
Τα προεξέχοντα μάτια του τον έκαναν να φαίνεται συνεχώς έκπληκτος.
The protuberant belly of the statue gave it a distinct, rounded appearance.
Η προεξέχουσα κοιλιά του αγάλματος του έδινε μια ξεχωριστή, στρογγυλεμένη εμφάνιση.
Λεξικό Δέντρο
protuberant
protuber



























