Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
increasing
Παραδείγματα
The increasing number of tourists visiting the city has boosted the local economy.
Ο αυξανόμενος αριθμός τουριστών που επισκέπτονται την πόλη έχει ενισχύσει την τοπική οικονομία.
She noticed an increasing level of interest in her new book as more readers left positive reviews.
Παρατήρησε ένα αυξανόμενο επίπεδο ενδιαφέροντος για το νέο της βιβλίο καθώς περισσότεροι αναγνώστες άφηναν θετικές κριτικές.
02
κρεσέντο, αυξανόμενος
(music) increasing in tempo and/or volume
Λεξικό Δέντρο
increasingly
increasing
increase



























