Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Impunity
01
ατιμωρησία, ασυλία
freedom from punishment, harm, or consequences despite wrongdoing
Παραδείγματα
The hackers operated with impunity, never facing arrest.
Οι χάκερ λειτουργούσαν με ατιμωρησία, χωρίς ποτέ να αντιμετωπίσουν σύλληψη.
Officials were accused of acting with impunity during the crisis.
Οι αξιωματούχοι κατηγορήθηκαν ότι ενεργούσαν με ατιμωρησία κατά τη διάρκεια της κρίσης.



























