Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to impute
01
αποδίδω, επιφέρω
to attribute a quality, action, or outcome to a person, cause, or source
Παραδείγματα
The scandal was imputed to poor oversight.
Το σκάνδαλο αποδόθηκε σε κακή εποπτεία.
She imputed her success to years of hard work.
Αυτή απέδωσε την επιτυχία της σε χρόνια σκληρής δουλειάς.
Λεξικό Δέντρο
imputable
impute



























