Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impulsively
01
παρορμητικά, χωρίς σκέψη
without careful consideration, often driven by sudden emotions or desires
Παραδείγματα
She impulsively bought the dress without checking the price tag.
Αγόρασε το φόρεμα αυθόρμητα χωρίς να ελέγξει την τιμή.
He impulsively booked a last-minute flight to a tropical destination.
Αυθόρμητα κράτησε μια πτήση της τελευταίας στιγμής για ένα τροπικό προορισμό.
Λεξικό Δέντρο
impulsively
impulsive
impuls



























