Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Impuissance
01
αδυναμία
the state of being weak or powerless
Παραδείγματα
The king 's impuissance was evident when his advisors ignored his commands.
Η αδυναμία του βασιλιά ήταν εμφανής όταν οι σύμβουλοί του αγνοούσαν τις εντολές του.
The country ’s impuissance in dealing with the natural disaster led to widespread suffering.
Η αδυναμία της χώρας να αντιμετωπίσει τη φυσική καταστροφή οδήγησε σε ευρεία δυστυχία.
Λεξικό Δέντρο
impuissance
puissance
puiss



























