Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to impugn
01
αμφισβητώ, αμφιβάλλω
to question someone's honesty, quality, motive, etc.
Παραδείγματα
The article impugns the motives behind the mayor's new policy, suggesting it serves his own interests more than the public's.
Το άρθρο αμφισβητεί τα κίνητρα πίσω από τη νέα πολιτική του δημάρχου, υποδηλώνοντας ότι εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα περισσότερο από αυτά του κοινού.
It 's not right to impugn someone's character based solely on rumors.
Δεν είναι σωστό να αμφισβητείς τον χαρακτήρα κάποιου μόνο με βάση φήμες.
Λεξικό Δέντρο
impugnable
impugn



























