rashly
rash
ˈræʃ
ραισ
ly
li
λι
British pronunciation
/ɹˈæʃli/

Ορισμός και σημασία του "rashly"στα αγγλικά

01

απερίσκεπτα, βιαστικά

in a hasty or impulsive manner
example
Παραδείγματα
He rashly accepted the job offer without thoroughly reviewing the terms and conditions.
Απερίσκεπτα δέχτηκε την προσφορά εργασίας χωρίς να εξετάσει διεξοδικά τους όρους και τις προϋποθέσεις.
She spoke rashly in the heat of the argument, regretting her impulsive words later.
Μίλησε απερίσκεπτα στη ζέση του καβγά, μετανιώνοντας αργότερα για τα παρορμητικά της λόγια.

Λεξικό Δέντρο

rashly
rash
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store