Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impetuously
01
απερίσκεπτα, με ορμή
in a forceful or rash way, acting on sudden emotions or desires without thinking about the consequences
Παραδείγματα
She impetuously quit her job after a minor disagreement.
Απερίσκεπτα παραιτήθηκε από τη δουλειά της μετά από μια μικρή διαφωνία.
He impetuously ran into the street without checking for cars.
Έτρεξε απερίσκεπτα στο δρόμο χωρίς να ελέγξει για αυτοκίνητα.
Λεξικό Δέντρο
impetuously
impetuous
impetu



























