Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to hype
01
προωθώ με ενθουσιασμό, κάνω υπερβολική διαφήμιση
to enthusiastically promote something, often with exaggeration, to create excitement and interest
Transitive: to hype sth
Παραδείγματα
Celebrities often use social media to hype their upcoming projects and events.
Οι διασημότητες χρησιμοποιούν συχνά τα κοινωνικά δίκτυα για να προωθήσουν τα επερχόμενα έργα και εκδηλώσεις τους.
Concert promoters use social media platforms to hype ticket sales for upcoming shows.
Οι διοργανωτές συναυλιών χρησιμοποιούν πλατφόρμες κοινωνικών δικτύων για να προωθήσουν τις πωλήσεις εισιτηρίων για επερχόμενες παραστάσεις.
Hype
01
υπερβολική προώθηση, διαφημιστική υπερβολή
exaggerated promotion meant to attract attention or excitement
Παραδείγματα
The movie did n’t live up to the hype surrounding it.
Η ταινία δεν άξιζε τον ντόρο που της είχαν κάνει.
Marketers created a lot of hype before the product launch.
Οι μάρκετερ δημιούργησαν πολύ ντόρο πριν από την κυκλοφορία του προϊόντος.



























