Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hygienist
01
υγιεινολόγος, ειδικός υγιεινής
a professional who promotes and maintains cleanliness and health standards
Παραδείγματα
The hygienist ensured that all the medical equipment was sterilized before the surgery.
Ο υγιεινολόγος διασφάλισε ότι όλος ο ιατρικός εξοπλισμός αποστειρώθηκε πριν από τη χειρουργική επέμβαση.
In the food industry, a hygienist regularly inspects kitchens to maintain high standards of cleanliness.
Στη βιομηχανία τροφίμων, ένας υγιεινολόγος επιθεωρεί τακτικά τις κουζίνες για να διατηρήσει υψηλά πρότυπα καθαριότητας.
Λεξικό Δέντρο
hygienist
hygiene



























