Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hyperactivity
01
υπερακτικότητα, υπερδιέγερση
a state where a person is unusually active, is unable to stay focused or quiet for long, experienced mostly by children
Λεξικό Δέντρο
hyperactivity
activity
act
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υπερακτικότητα, υπερδιέγερση
Λεξικό Δέντρο