Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fictional
01
φανταστικός, πλασματικός
having no basis in reality and created from imagination
Παραδείγματα
The characters in the novel were purely fictional, created by the author's imagination.
Οι χαρακτήρες στο μυθιστόρημα ήταν καθαρά φανταστικοί, δημιουργημένοι από τη φαντασία του συγγραφέα.
The stories passed down through generations often contain fictional elements, blurring the lines between truth and myth.
Οι ιστορίες που περνούν από γενιά σε γενιά συχνά περιέχουν φανταστικά στοιχεία, θολώνοντας τα όρια μεταξύ αλήθειας και μύθου.
Οικογένεια λέξεων
fiction
Noun
fictional
Adjective
fictionalize
Verb
fictionalize
Verb
nonfictional
Adjective
nonfictional
Adjective



























