Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to fictionalize
01
μυθιστοριοποιώ, φαντασιοπλατώ
convert into the form or the style of a novel
02
μυθιστορηματοποιώ, φαντασιοπλαστώ
to turn real events or situations into a tale or story, often by changing or adding to the details
Παραδείγματα
The author fictionalized her childhood experiences in her bestselling novel.
Η συγγραφέας μυθιστοριοποίησε τις παιδικές της εμπειρίες στο μπεστ σέλερ της.
She fictionalized her travels through Europe in a series of short stories.
Μυθοποίησε τα ταξίδια της στην Ευρώπη σε μια σειρά από διηγήματα.
Λεξικό Δέντρο
fictionalize
fictional
fiction
fict



























