fiction
fic
ˈfɪk
φικ
tion
ʃən
σαν
British pronunciation
/ˈfɪkʃən/

Ορισμός και σημασία του "fiction"στα αγγλικά

01

φαντασία, πλάσμα

an intentionally false or unlikely story
example
Παραδείγματα
His story about encountering aliens was pure fiction.
Η ιστορία του για τη συνάντηση με εξωγήινους ήταν καθαρή φαντασία.
The rumor was dismissed as fiction by the officials.
Η φήμη απορρίφθηκε ως φαντασία από τους αξιωματούχους.
1.1

μυθοπλασία, μυθιστόρημα

a type of literature about unreal people, events, etc.
example
Παραδείγματα
She loves reading fiction novels that transport her to different worlds.
Αγαπά να διαβάζει μυθιστορήματα μυθοπλασίας που τη μεταφέρουν σε διαφορετικούς κόσμους.
The book is a work of fiction, featuring a fantastical adventure.
Το βιβλίο είναι ένα έργο μυθοπλασίας, που παρουσιάζει μια φανταστική περιπέτεια.

Λεξικό Δέντρο

fictional
nonfiction
fiction
fict
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store