Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ferociously
01
άγρια, βίαια
in a wild, brutal, or violent way, showing intense aggression or cruelty
Παραδείγματα
Protesters were ferociously beaten by riot police during the crackdown.
Οι διαδηλωτές χτυπήθηκαν άγρια από την αστυνομία κατά τη διάρκεια της καταστολής.
The wolves snarled ferociously at anyone who came near the den.
Οι λύκοι γρύλιζαν άγρια σε όποιον πλησίαζε τη φωλιά.
Παραδείγματα
She argued ferociously in defense of her proposal.
Εκείνη άγρια υποστήριξε την πρότασή της.
The newspaper editorials ferociously condemned the policy.
Οι αρθρογραφίες των εφημερίδων καταδίκασαν άγρια την πολιτική.
2.1
άγρια, έντονα
to an exceptional or intense extent
Παραδείγματα
She is ferociously talented, even at such a young age.
Είναι αγριωπά ταλαντούχα, ακόμα και σε τόσο νεαρή ηλικία.
He remained ferociously loyal to his childhood friends.
Παραμένει άγρια πιστός στους φίλους της παιδικής του ηλικίας.
Λεξικό Δέντρο
ferociously
ferocious



























