amusing
a
ə
α
mu
ˈmju:
μγου
sing
zɪng
ζινγκ
British pronunciation
/əˈmjuːzɪŋ/

Ορισμός και σημασία του "amusing"στα αγγλικά

01

διασκεδαστικός, αστείος

providing enjoyment or laughter
amusing definition and meaning
example
Παραδείγματα
The amusing antics of the clown made the children laugh uncontrollably.
Οι αστείες αταξίες του κλόουν έκαναν τα παιδιά να γελούν ασταμάτητα.
She found the amusing story so entertaining that she could n't stop laughing.
Βρήκε την αστεία ιστορία τόσο διασκεδαστική που δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store