Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Amusement
01
ψυχαγωγία, ευχαρίστηση
a feeling we get when somebody or something is funny and exciting
Παραδείγματα
The comedian 's jokes brought waves of laughter and amusement to the audience.
Τα αστεία του κωμικού έφεραν κύματα γέλιου και ψυχαγωγίας στο κοινό.
Watching a comedy show on television provided hours of amusement for the family.
Η παρακολούθηση μιας κωμικής εκπομπής στην τηλεόραση παρείχε ώρες ψυχαγωγίας για την οικογένεια.
02
ψυχαγωγία, διασκέδαση
an activity that is diverting and that holds the attention
Λεξικό Δέντρο
amusement
amuse



























