Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
amusingly
Παραδείγματα
He amusingly mimicked the teacher's accent during the play.
Ανέκρινε διασκεδαστικά την προφορά του δασκάλου κατά τη διάρκεια του έργου.
The cartoon amusingly captured the chaos of family life.
Το καρτούν αστείως κατέγραψε το χάος της οικογενειακής ζωής.
1.1
διασκεδαστικά, με διασκεδαστικό τρόπο
used to express that something is funny because it is unexpected or ironic
Παραδείγματα
Amusingly, the serious judge laughed the loudest at the clown act.
Παραδόξως, ο σοβαρός δικαστής γέλασε πιο δυνατά στην παράσταση του κλόουν.
Amusingly, the sign warning of wet paint had paint smeared all over it.
Παραδόξως, η πινακίδα που προειδοποιούσε για βρεγμένη μπογιά ήταν όλη λερωμένη με μπογιά.
Λεξικό Δέντρο
amusingly
amusing
amuse



























