Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fatherland
01
πατρίδα, γη των προγόνων
a person's native country, especially when considered with a sense of patriotic loyalty or national pride
Παραδείγματα
After many years abroad, he finally returned to his fatherland to reunite with family.
Μετά από πολλά χρόνια στο εξωτερικό, επέστρεψε τελικά στην πατρίδα του για να επανενωθεί με την οικογένειά του.
The soldiers fought bravely for their fatherland, driven by a deep sense of duty.
Οι στρατιώτες πολέμησαν γενναία για την πατρίδα τους, κινούμενοι από μια βαθιά αίσθηση καθήκοντος.



























