Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fatherhood
01
πατρότητα, κατάσταση του πατέρα
the state of being a father to a child or children
Παραδείγματα
He embraced fatherhood with open arms, eager to provide and protect his family.
Αγκάλιασε την πατρότητα με ανοιχτές αγκάλες, πρόθυμος να παρέχει και να προστατεύει την οικογένειά του.
Fatherhood brought him a newfound sense of purpose and joy.
Η πατρότητα του έφερε μια νέα αίσθηση σκοπού και χαράς.
02
πατρότητα, ιερατείο
the status of a religious leader
03
πατρότητα, πατέρας
God when considered as the first person in the Trinity
04
πατρότητα, σχέση πατέρα-παιδιού
the relationship between a father and his daughter or son
Λεξικό Δέντρο
fatherhood
father



























