Αναζήτηση
fattening
01
παχυντικός, που προκαλεί αύξηση βάρους
(of food) likely to cause one to gain weight
Οικογένεια λέξεων
fat
Noun
fatten
Verb
fattening
Adjective
Αναζήτηση
παχυντικός, που προκαλεί αύξηση βάρους
Οικογένεια λέξεων
fat
fatten
fattening