Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Motherland
01
πατρίδα, γη των προγόνων
the country of one's birth or ancestral origin, often used with a sense of pride and loyalty
Παραδείγματα
After many years abroad, he returned to his motherland to visit his family.
Μετά από πολλά χρόνια στο εξωτερικό, επέστρεψε στην πατρίδα του για να επισκεφτεί την οικογένειά του.
She felt a deep connection to her motherland, even though she had never lived there.
Ένιωθε μια βαθιά σύνδεση με την πατρίδα της, παρόλο που δεν είχε ζήσει ποτέ εκεί.



























