fain
fain
feɪn
φειν
British pronunciation
/fˈe‍ɪn/

Ορισμός και σημασία του "fain"στα αγγλικά

01

πρόθυμα, με χαρά

willingly or gladly
Old useOld use
example
Παραδείγματα
I would fain go with thee, if thou wilt have me.
Θα πήγαινα με χαρά μαζί σου, αν με θέλεις.
She would fain stay longer, but duty calls her away.
Θα ήθελε να μείνει περισσότερο, αλλά η υποχρέωση την καλεί.
01

έτοιμος, προετοιμασμένος

having made preparations
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store