Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gladly
01
χαρούμενα, με χαρά
with joy or a contented and cheerful attitude
Παραδείγματα
They gladly celebrated the good news together.
Χαρούμενα γιόρτασαν τα καλά νέα μαζί.
I gladly thanked them for their generous support.
Τους ευχαρίστησα με χαρά για την γενναιόδωρη στήριξή τους.
02
πρόθυμα, με χαρά
willingly or eagerly, without hesitation or reluctance
Παραδείγματα
I would gladly help you move this weekend.
Θα σε βοηθούσα μετά χαράς να μετακομίσεις αυτό το σαββατοκύριακο.
She gladly volunteered to lead the project.
Εκείνη πρόθυμα προσφέρθηκε να ηγηθεί του έργου.
Λεξικό Δέντρο
gladly
glad



























