Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gladness
01
χαρά, ευτυχία
the feeling of joy, happiness, or pleasure
Παραδείγματα
Her face lit up with gladness upon receiving the unexpected gift from her friend.
Το πρόσωπό της φωτίστηκε με χαρά όταν έλαβε το απροσδόκητο δώρο από τη φίλη της.
The success of the project filled the team with a sense of gladness and accomplishment.
Η επιτυχία του έργου γέμισε την ομάδα με ένα αίσθημα χαράς και επιτυχίας.
Λεξικό Δέντρο
gladness
glad



























