Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
voluntarily
01
εκούσια, με τη δική του θέληση
willingly and by one's own choice, without being compelled or forced
Παραδείγματα
He voluntarily offered to help with the cleanup.
Προσφέρθηκε εκούσια να βοηθήσει με τον καθαρισμό.
The employees voluntarily stayed late to finish the project.
Οι εργαζόμενοι έμειναν αργά εκούσια για να ολοκληρώσουν το έργο.
1.1
εκούσια, ανταλλάκματος
without receiving payment or compensation
Παραδείγματα
The organization is voluntarily run by dedicated members.
Ο οργανισμός λειτουργεί εθελοντικά από αφοσιωμένα μέλη.
Volunteers voluntarily provide services to the community.
Οι εθελοντές παρέχουν υπηρεσίες στην κοινότητα εκούσια.
Λεξικό Δέντρο
involuntarily
voluntarily
voluntary
voluntar



























