Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
willingly
01
πρόθυμα, οικειοθελώς
in a manner that shows one is inclined or happy to do something
Παραδείγματα
She willingly agreed to help her friend move into the new apartment.
Συμφώνησε πρόθυμα να βοηθήσει τη φίλη της να μετακομίσει στο νέο διαμέρισμα.
He willingly took on extra work to ensure the project was completed on time.
Πρόθυμα ανέλαβε επιπλέον εργασία για να διασφαλίσει ότι το έργο θα ολοκληρωθεί εγκαίρως.
Λεξικό Δέντρο
unwillingly
willingly
willing
will



























