Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
willing
Παραδείγματα
She was willing to lend a helping hand whenever her friends needed it.
Ήταν πρόθυμη να βοηθήσει όποτε οι φίλοι της το χρειάζονταν.
He was willing to learn new skills to advance in his career.
Ήταν πρόθυμος να μάθει νέες δεξιότητες για να προοδεύσει στην καριέρα του.
02
εκούσιος, πρόθυμος
not brought about by coercion or force
Willing
01
βούληση, συγκατάθεση
the act of making a choice
Λεξικό Δέντρο
unwilling
willingly
willingness
willing
will



























