Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
voluble
01
ομιλητικός, φλύαρος
characterized by a ready and continuous flow of speech
Παραδείγματα
The voluble host kept the conversation lively all evening.
Ο ομιλητικός οικοδεσπότης διατήρησε ζωντανή τη συζήτηση όλο το βράδυ.
He became voluble when discussing his research.
Έγινε ομιλητικός όταν συζητούσε για την έρευνά του.



























