Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
delightedly
01
με απόλαυση, χαρούμενα
in a way that shows great joy, pleasure, or satisfaction
Παραδείγματα
She smiled delightedly when she opened the gift.
Χαμογέλασε με απόλαυση όταν άνοιξε το δώρο.
The children shouted delightedly as the parade passed by.
Τα παιδιά φώναξαν με χαρά καθώς περνούσε η παρέλαση.
Λεξικό Δέντρο
delightedly
delighted
delight



























