Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Excursus
01
παρέκβαση, απόκλιση
a digression or departure from the main topic
Παραδείγματα
The professor 's excursus on philosophy was insightful.
Το excursus του καθηγητή για τη φιλοσοφία ήταν διαυγές.
He gave an excursus on Greek myths.
Έκανε έναν εκτροχιασμό για τους ελληνικούς μύθους.



























