Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
enforced
Παραδείγματα
The city remained under enforced curfew after the protests.
Η πόλη παρέμεινε υπό επιβληθείσα απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις διαδηλώσεις.
The company faced backlash for its enforced dress code.
Η εταιρεία αντιμετώπισε αντιδράσεις για τον επιβαλλόμενο κώδικα ενδυμασίας της.
Λεξικό Δέντρο
unenforced
enforced
forced
force



























