Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to enfeeble
01
αποδυναμώνω, εξασθενίζω
to cause someone or something to lose strength
Transitive: to enfeeble sth
Παραδείγματα
Lack of exercise can enfeeble muscles over time.
Η έλλειψη άσκησης μπορεί να αποδυναμώσει τους μύες με το πέρασμα του χρόνου.
Chronic stress can enfeeble the immune system.
Το χρόνιο στρες μπορεί να αποδυναμώσει το ανοσοποιητικό σύστημα.
Λεξικό Δέντρο
enfeebled
enfeeblement
enfeebling
enfeeble



























