Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
enfeebled
01
αδυνατισμένος, εξασθενημένος
became physically or mentally weakened, often resulting in a loss of strength or vitality
Λεξικό Δέντρο
enfeebled
enfeeble
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αδυνατισμένος, εξασθενημένος
Λεξικό Δέντρο