Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to enfranchise
01
χειραφετώ, χορηγώ το δικαίωμα ψήφου
to grant the right of voting to a person or group
Παραδείγματα
The new law aimed to enfranchise all eligible citizens.
Ο νέος νόμος είχε ως στόχο να χορήγησει το δικαίωμα ψήφου σε όλους τους επιλέξιμους πολίτες.
Activists worked tirelessly to enfranchise marginalized communities.
Οι ακτιβιστές εργάστηκαν ακούραστα για να εκχωρήσουν το δικαίωμα ψήφου σε περιθωριοποιημένες κοινότητες.
02
ελευθερώνω, χειραφετώ
grant freedom to; as from slavery or servitude
Λεξικό Δέντρο
disenfranchise
enfranchised
enfranchisement
enfranchise
franchise



























