Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
enforceable
01
εκτελεστός, εφαρμόσιμος
able to be legally upheld or made effective according to established rules
Παραδείγματα
The enforceable contract outlined the terms and conditions agreed upon by both parties.
Το εκτελεστό συμβόλαιο περιέγραψε τους όρους και τις προϋποθέσεις που συμφωνήθηκαν από τα δύο μέρη.
Laws are only effective if they are enforceable by law enforcement agencies.
Οι νόμοι είναι αποτελεσματικοί μόνο εάν είναι εφαρμόσιμοι από τις αρχές επιβολής του νόμου.
Λεξικό Δέντρο
unenforceable
enforceable
enforce
force



























