Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
compulsory
01
υποχρεωτικός, αναγκαστικός
forced to be done by law or authority
Παραδείγματα
Attendance at the safety training session is compulsory for all employees.
Η παρουσία στη συνεδρία εκπαίδευσης ασφαλείας είναι υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους.
Wearing a uniform is compulsory at the private school.
Η φορεσιά της στολής είναι υποχρεωτική στο ιδιωτικό σχολείο.
Παραδείγματα
The government 's compulsory measures to enforce the new law were met with resistance.
Τα υποχρεωτικά μέτρα της κυβέρνησης για την επιβολή του νέου νόμου συναντήθηκαν με αντίσταση.
Such compulsory actions are often seen as necessary in times of crisis.
Τέτοιες υποχρεωτικές ενέργειες θεωρούνται συχνά απαραίτητες σε καιρούς κρίσης.
Λεξικό Δέντρο
compulsorily
compulsory
compuls



























