Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indispensable
01
απαραίτητος, ουσιώδης
essential and impossible to do without
Παραδείγματα
Oxygen is indispensable for human life.
Το οξυγόνο είναι απαραίτητο για την ανθρώπινη ζωή.
In modern society, the internet has become indispensable for communication and information.
Στη σύγχρονη κοινωνία, το διαδίκτυο έχει γίνει απαραίτητο για την επικοινωνία και τις πληροφορίες.
02
απαραίτητος, απαραίτητο
cannot be ignored or set aside
Παραδείγματα
Compliance with safety regulations is indispensable in hazardous work environments.
Η συμμόρφωση με τους κανονισμούς ασφαλείας είναι απαραίτητη σε επικίνδυνα εργασιακά περιβάλλοντα.
The judge ruled that the contract 's terms were indispensable and could not be altered.
Ο δικαστής αποφάσισε ότι οι όροι της σύμβασης ήταν απαραίτητοι και δεν μπορούσαν να αλλάξουν.
Λεξικό Δέντρο
indispensable
dispensable
dispense



























