Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indisputably
01
αδιαμφισβήτητα, αναντίρρητα
in a way that makes any disagreement or denial impossible or unlikely
Παραδείγματα
The historical artifact was indisputably authentic, verified by experts.
Το ιστορικό αντικείμενο ήταν αδιαμφισβήτητα αυθεντικό, επαληθευμένο από ειδικούς.
His role as the team captain was indisputably crucial to their success.
Ο ρόλος του ως αρχηγός της ομάδας ήταν αδιαμφισβήτητα κρίσιμος για την επιτυχία τους.
Λεξικό Δέντρο
indisputably
indisputable
disputable
dispute



























