Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indiscriminate
01
αδιάκριτος, χωρίς διάκριση
not considering the distinctions
02
αδιάκριτος, ανοργάνωτος
characterized by lack of organization
Λεξικό Δέντρο
indiscriminately
indiscriminate
discriminate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αδιάκριτος, χωρίς διάκριση
αδιάκριτος, ανοργάνωτος
Λεξικό Δέντρο