Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indiscernible
01
αδιάκριτος, απαρατήρητος
very hard or impossible to be visually or audibly detected
02
αδιόρατος, ασαφής
difficult or impossible to comprehend
Λεξικό Δέντρο
indiscernible
discernible
discern
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αδιάκριτος, απαρατήρητος
αδιόρατος, ασαφής
Λεξικό Δέντρο