Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
coercive
01
αναγκαστικός, καταπιεστικός
using force or threat to persuade people to do something that they are reluctant to do
Παραδείγματα
The coercive tactics employed by the dictator silenced dissenting voices.
Οι αναγκαστικές τακτικές που χρησιμοποίησε ο δικτάτορας σίγησαν τις διαφωνικές φωνές.
Her coercive behavior towards her employees created a hostile work environment.
Η αναγκαστική συμπεριφορά της απέναντι στους υπαλλήλους της δημιούργησε ένα εχθρικό εργασιακό περιβάλλον.
Λεξικό Δέντρο
coercive
coerce



























